βοτανικός

βοτανικός
η , ό[ν] 1. ботанический, относящийся к ботанике;

βοτανικ κήπος — ботанический сад;

βοτανική συλλογή — гербарий;

2. (ο ) см. βοτανολόγος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βοτανικός" в других словарях:

  • βοτανικός — of herbs masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτανικός — ή, ό (AM βοτανικός, ή, όν) [βοτάνη] Ι. ο σχετικός με τα βότανα II. (το αρσ. ως ουσ., κύριο όν.) νεοελλ. 1. ο βοτανικός κήπος, στον οποίο γίνεται συστηματική καλλιέργεια φυτών για διδακτικούς σκοπούς 2. περιοχή της Αθήνας γύρω από τον Βοτανικό… …   Dictionary of Greek

  • βοτανικός — ή, ό αυτός που αποτελείται από φυτά ή έχει σχέση μ’ αυτά: Στο Λονδίνο υπάρχει ένας πολύ μεγάλος βοτανικός κήπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βοτανικά — βοτανικός of herbs neut nom/voc/acc pl βοτανικά̱ , βοτανικός of herbs fem nom/voc/acc dual βοτανικά̱ , βοτανικός of herbs fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτανικῶν — βοτανικός of herbs fem gen pl βοτανικός of herbs masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτανικόν — βοτανικός of herbs masc acc sg βοτανικός of herbs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκορρίζια ή ριζομύκια — Βοτανικός όρος που χαρακτηρίζει τις ειδικές κοινοβιακές συμβιώσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται ανάμεσα στις νεαρές ρίζες των φυτών και στις υφές (επιμήκη κυλινδρικά νήματα) των μυκήτων. Τα μ. μελετήθηκαν λεπτομερώς για πρώτη φορά κατά τα τέλη… …   Dictionary of Greek

  • πλατύφυλλα — Βοτανικός όρος με τον οποίο αναφέρονται τα αγγειόσπερμα φυτά, που έχουν φύλλα κυρίως με έλασμα πλατύ και σε διαφορετικά σχήματα (οξυά, βελανιδιά, καστανιά, πλάτανος, φουντουκιά κλπ.). Ως προς το χαρακτήρα αποτελούν την αντίθεση προς τα κωνοφόρα… …   Dictionary of Greek

  • βοτανικοί — βοτανικός of herbs masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτανικούς — βοτανικός of herbs masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτανικῆς — βοτανικός of herbs fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»